Skip to main content

Φάτσα-φόρα


Στα φώτα της πόλης πλανιέμαι ξανά,

στη λάμψη του ίσκιου μου, στο απλό αυτό μειδίαμα,

μάρτυρας της ζωής κι αυτό, της έκφρασης, της χημείας,

ανθρώπων που αντιστάθηκαν τ’ αστέρια ν’ αρνηθούν.

 

Σε τούτο το καράβι που σαλπάρει, με μένα πλώρη,

στο κύμα φάτσα-φόρα, για τόσο μακρά ώρα,

σε τούτο το κατάστρωμα που γλίστραγε, στέκει η μοίρα,

απανταχού παρούσα, αχνά, μες στην αρμύρα.

 

Στο σύντομο αυτό ταξίδι που επέλεξα να ζήσω,

πέρα απ’ του χειμάρρου τους ψιθύρους και τις πόρτες,

ερμητικά κλειστές στο λόγο, στη διαφορά,

λαγωνικό επικίνδυνο, καχύποπτο, τι συμφορά!

 

Σαν φτάνω στο πηγάδι, στου δρόμου αυτού το τέρμα,

απόλαυσ’ αέρα φρέσκο, τι δικαίωση, τι δροσιά,

που ξάφνου, όπως η όαση, με ρούφηξε μεμιάς,

σαν τ’ όνειρο ότι ξέφυγα απ’ της ζωής το τέλμα.

 

Βυθίστηκα στα άδυτα της δίνης, της επιθυμίας,

μαγεύτηκα απ’ τα ξόρκια της σιωπής τα τόσο αόρατα,

που χάραξαν την τύχη μου στην αχανή αυτή σφαίρα,

με το έσχατο και τ’ άγνωστο αιώνια καταδίκη.

 

Εβάδισα στου κρύσταλλου το εύθραυστο αυτό χείλος,

εχόρεψα στα απύθμενα πύρα του χρόνου τούτου,

με μούσκεψαν βουρκόνερα, με στέγνωσαν αμφότερα,

από της πείρας την πηγή, νοσταλγίας ανίατη πληγή.

 

Εμέτρησα τα σπέρματα που δώσανε λουλούδι,

εζήλεψα του πλάτανου τ’ ανάστημα τ’ αψηλό,

μιμήθηκα της φύσης τη γαλήνη, το ζυγό,

εστέριωσα στης φύσης μου τ’ ασύγκριτο κουκούλι.

 

Εξύψωσα του πνεύματος το ακμαίο ηθικό,

ελάξεψα της άγαρμπης  ψυχής τ’ απωθημένο,

με υπομονή εξάλειψα τούτο το μέγα δέος,

απ’ τη στιγμή που επέρασε κι αυτή η τρικυμία.

 

Εστάθμισα τα θέλω μου μ’ εκείνα που μπορώ,

συνέλαβα την άπιαστη ελπίδα για το αύριο,

να με στοιχειώνει σήμερα που έγραψα πάλι λάθος,

και κοίταξα του έρωτα το ένα μόνο ταμπλό.

 

Μα ξέρεις, τελικά, έμεινα εγώ κι ο ίσκιος,

πιωμένοι, απαράλλαχτοι, ακόμ’ ασπροντυμένοι,

στραμμένοι πίσω-μπρος και πέρα-δώθε, στον αέρα,

αποζητώντας εσάς και πάλι εσάς, μάνα, πατέρα...

Γιώργος Νικόλας Βλάχος

Comments

Popular posts from this blog

Ο δρόμος είν' μακρύς μέχρι τη Λάρισα

Σιχάθηκα τη μετριότητα της ψευδαίσθησής τους δαύτη τη σφοδρότητα της ψυχής κλουβιά είν' όλες αδυσώπητα οι προσδοκίες για την αλλαγή στην ποταπότητα. Κι ελπίζουν μάταια σε φωτεινό Γιν που ο κόσμος να χαλάσει και η γη να χαθεί αύριο για πάντα στη σιγή δεν θα τραπούν ποτέ τους σε φυγή. Είναι του έρωτα το τέρας το αδηφάγο που γεννάται δίχως όρια σαν από μάγο κατάρες μεταμφιεσμένες μέσα σ' έναν τράγο που το λαρύγγι μου σφίγγουν και ξάφνου όλο συνάγω: Συμπεράσματα ματαιόδοξης στορίας είναι αποσπάσματα χτυποκάρδια που σαν ψες ηχούσανε κατάματα απ' το πρωί ως το σούρουπο και τα χαράματα. Που να ήξερα πως τον μονοδρομήσαν μόλις που εγώ εγλίστρησα και ύστερα τρακάρανε απρόσμενα στο ίσωμα συμφέροντα από άτομα μονάχα κι ενδιαφέροντα μα διαφέροντα. Είναι που στην εξοχή τα πάντα τρέχουν από τα παιδιά και τα ρυάκια που μας βρέχουν ως τους καλοπροαίρετους τους γείτονες που αρμέγουν κάθε σπιθαμή αξιοπρέπειας που διαθέτουν. Λυπάμαι για τις άγαρμπες κινήσεις τα...

Το παιδί φάντασμα

Τα δάκρυα του π όνου μου μη δεις π ου αργά , π ιότερο κι α π ' τη σιγή, κυλούνε . Την π ίκρα π ου αγκομαχά σε κάθε μου π νοή μην τη γευτείς μην την αφήσεις να σκιρτήσει φανερά μέσα στο π λήθος . Με τις σταγόνες π ρόσεξε  μη βρέξεις τα γουρλίδικα καλντερίμια μη και στερέψουν α π ό γέλια και φωνές φαρμακερές . Μονάχα π ες μου αν κά π ου αν κά π οτε κι εσύ α π αρνήθηκες το π αιδί φάντασμα του π αρόντος και του π αρελθόντος μή π ως και βρω και γω χέρι δροσερό για να βαστάξω .

Sweet William

Sometimes when I get really anxious, I think that I'm a movie character. For some reason, I suspect that this must have always been the case. Somehow, it's better being nobody than anybody. You just get to feel out of yourself and observe everything. Makes you see clearer. Makes you think less. Makes you appreciate the tiny little drops of French wine swirling in your glass. Makes your glass of wine less fragile. I cannot freak out anymore. The shoelaces of my glutamate receptors are untied already. What I fear the most, then, is being the bad version of myself. Like sticking a knife into a stranger's carotid. Or stealing a young woman's bag. Or suffocating a little kid, who's lost the sense of time and screams. I now drink shots to my lost moments of sobriety. When there wasn't the fear of withdrawal. Withdrawal from this unfair game, where the good ones are those who are tortured the most. I was once told that the stronger your conscience, the more wei...