Η αφετηρία ήταν όπως πάντα η ίδια. Μια πόλη στο μπαξέ του ήλιου. Μόνο που το ταξίδι από και προς τον Κεραμεικό δεν υπήρξε ποτέ τόσο μακρύ. Έφερε εμπρός του μνήμες θαμμένες και καλά κρυμμένες. Άφησε πίσω πρόσωπα κατάπληκτα και διόλου απροβλημάτιστα. Ήταν σαν, πώς να το πεις… Άρχιζε ως εξής: Το φως του ήλιου χάνονταν όσο βαθύτερα πήγαινες. Όσο πιο πολύ πλησίαζες τόσο περισσότερο η αγωνία θέριευε. Λες «το ‘χασα;». Ίσως κι όχι. Ένας είναι ο τρόπος να το μάθεις. Το βήμα όλο και πιο γοργό. Η ανάσα όλο και πιο βαριά. Το φως όλο και πιο ψυχρό. Ο κόσμος όλο και πιο αραιός. Το τρένο όμως ακόμη άφαντο. Σε ξεγελά καμιά φορά. Βλέπεις, ο ήχος που διαδίδεται προς πάσα κατεύθυνση είναι δύσκολο να ψυχολογηθεί και πάντα δημιουργεί αυτό το άγχος, αυτή τη βιασύνη που αισθάνεσαι όταν βρίσκεσαι σε εγρήγορση. Δεν σε παίρνει να καθυστερήσεις άλλο, έχεις ήδη αργήσει κάπως. Κάτι τέτοια σκηνικά, μοναχικά, σε επιστρέφουν πίσω στο ελκυστικό ιώδες του ηλιοβασιλέματος στη μαρίνα ή σε καταστάσεις πιο συνήθεις