Skip to main content

Στην πόλη του ονείρου

Η αφετηρία ήταν όπως πάντα η ίδια. Μια πόλη στο μπαξέ του ήλιου. Μόνο που το ταξίδι από και προς τον Κεραμεικό δεν υπήρξε ποτέ τόσο μακρύ. Έφερε εμπρός του μνήμες θαμμένες και καλά κρυμμένες. Άφησε πίσω πρόσωπα κατάπληκτα και διόλου απροβλημάτιστα. Ήταν σαν, πώς να το πεις… Άρχιζε ως εξής:

Το φως του ήλιου χάνονταν όσο βαθύτερα πήγαινες. Όσο πιο πολύ πλησίαζες τόσο περισσότερο η αγωνία θέριευε. Λες «το ‘χασα;». Ίσως κι όχι. Ένας είναι ο τρόπος να το μάθεις.

Το βήμα όλο και πιο γοργό. Η ανάσα όλο και πιο βαριά. Το φως όλο και πιο ψυχρό. Ο κόσμος όλο και πιο αραιός. Το τρένο όμως ακόμη άφαντο. Σε ξεγελά καμιά φορά. Βλέπεις, ο ήχος που διαδίδεται προς πάσα κατεύθυνση είναι δύσκολο να ψυχολογηθεί και πάντα δημιουργεί αυτό το άγχος, αυτή τη βιασύνη που αισθάνεσαι όταν βρίσκεσαι σε εγρήγορση. Δεν σε παίρνει να καθυστερήσεις άλλο, έχεις ήδη αργήσει κάπως.

Κάτι τέτοια σκηνικά, μοναχικά, σε επιστρέφουν πίσω στο ελκυστικό ιώδες του ηλιοβασιλέματος στη μαρίνα ή σε καταστάσεις πιο συνήθεις που φαίνονταν εξίσου μαγικές, όπως ο περίπατος στο τσιμέντο ανάμεσα από τα δέντρα και τα κατά τόπους κρυφά μονοπάτια που σε οδηγούσαν σε ανεξερεύνητες περιοχές της φοιτητούπολης, που πιθανόν να μη προκαλούν αίσθηση στον κοινό περαστικό.

Η μοναξιά του βαγονιού έχει κι αυτή τη χάρη της. Σε κάνει να αδημονείς για το τι έρχεται, για το τι πλησιάζεις. Λες θα πετύχεις κανένα γνωστό τυχαία. Αλλά γελιέσαι άπαξ και νομίζεις ότι παίζεις με την τύχη. Άλλα περιμένεις, άλλα σου φέρνει κι άλλα καταλήγεις να εκτιμάς. Δεν ήταν ποτέ τόσο βολικά τα πράγματα όσο ακούγονται. Το χθες καθόρισε το που βρίσκεσαι σήμερα. Το τι μέλλει γενέσθαι; Αλλουνού παπά ευαγγέλιο…

Πιο πέρα από τα κόκκινα σκαλιά ακόμη στέκονται πρόσωπα κοιμισμένα, πρόσωπα που δεν τα έπιασε ο καφές ακόμη, πρόσωπα ζωηρά... Ανάλογα την περίπτωση θα λάβεις γκρίνια, νωχελικότητα, ζωντάνια... Το τι θα δώσεις; Εξαρτάται. Εξαρτάται, γιατί τη σκέψη ότι «σήμερα θα είναι μια μέρα σαν τις άλλες» διαδέχεται η ελπίδα για κάτι καλύτερο, για κάτι πιο εντυπωσιακό σε σχέση με πρώτα.

Είναι όταν αφήνεις πίσω σου το μελαγχολικό εκείνο βαγόνι που αρχίζεις και ψάχνεσαι. Νομίζεις ότι ξέρεις που πας, ότι ακολουθείς το σωστό δρόμο, αλλά κάτι δεν παίζει σωστά. Ίσως είναι η πολύ εξοικείωση με τόπους που θεώρησες δεδομένους και που τελικά έχουν ακόμη σημεία αναφοράς που για άλλους είναι πολυσύχναστα, για άλλους γνωστά και για άλλους απλώς ακουστά. Το GPS είναι αλάνθαστο, βέβαια, προχωράς ακόμη 80 μέτρα.

Η γνώση δεν ενέπνεε ποτέ αυτή την ίδια διαύγεια με τώρα. Όταν οι επιλογές σε οδηγούν κάπου, αυτό το κάπου δε μπορεί παρά να μοιάζει πιο προσιτό, πιο ευχάριστο, πιο δημιουργικό. Όταν οι επιστημονικές ανησυχίες συναντούν την πηγή της φώτισης, το τοπίο γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο, όλο και πιο ενδιαφέρον, όλο και πιο ονειρικό.

«Δέχεστε κόσμο πάνω;», λες περιπαικτικά, αφού ξέρεις ότι η βεράντα απόψε είναι ρεζερβέ κατά μεγάλο ποσοστό. Βλέπεις ανθρώπους γνώριμους, λησμονημένους, αληθινούς. Άλλοι είναι ευχάριστοι κι άλλοι όχι τόσο. Άλλοι ενδιαφέροντες κι άλλοι όχι τόσο. Ο καθένας έχει κάτι δικό του να πει. Μοιράζεσαι προβληματισμούς, ιδέες, νέα ευχάριστα και μη. Ο καθένας ερμηνεύει την αλήθεια σου διαφορετικά, άλλος από την καλή, άλλος από την ανάποδη. Άλλος δεν προφταίνει να τη χωνέψει και τόσο καλά.

Δεν ήμασταν πάντα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε αυτή την αλήθεια. Ξέραμε ότι κάπου στέκει μονάχη, ανάμεσα στους αμέτρητους νευρώνες του εγκεφάλου, ίσως και παραέξω. Δεν είναι παρά τη στιγμή που αποφασίσαμε να τη ζυγίσουμε που κάπως οι ισορροπίες αλλάξαν. Όνειρα αφημένα, προσδοκίες διαψευσμένες προ πολλού. Αλήθειες που πιστέψαμε ότι θα πάψουν να μας κυνηγάνε και που ουδεμία αλλαγή θα επέφεραν στην πραγματικότητα που ζούμε.

Βέβαια, η πραγματικότητα που ζούμε δεν είναι παρά η απόρροια ενός κυκεώνα επιλογών που μας έφεραν ως εδώ. Είναι εκείνα τα αμέτρητα μονοπάτια που κάποτε διασχίσαμε και που τα διαδέχθηκαν άλλα τόσα. Είναι οι άνθρωποι πού γνώρισες ως τώρα, οι δράσεις που πήρες, οι σκέψεις που μοιράστηκες. Είναι ο εξωτερικός κι ο εσωτερικός κόσμος που συναντώνται για μια ακόμη φορά, με διαθέσεις αλλοπρόσαλλες.

Κάποτε ήταν «αυτοί ή οι άλλοι». Τώρα είναι «αυτό ή εκείνο», «εκεί ή αλλού». Τέτοιοι προβληματισμοί, εσωστρεφείς κι εξωστρεφείς ταυτόχρονα, απαιτούν αποφάσεις ψύχραιμες και μετρημένες. Το «εκεί» επηρεάζει το «εκείνο» και το «άλλο» είναι πιθανότατα συνυφασμένο με το «αλλού».

Είναι όταν παίρνεις το δρόμο προς την αφετηρία που οι αποφάσεις αυτές σε στοιχειώνουν και πάλι. Αλλά ίσως και να μην είναι αργά, ίσως και να υπάρχει ακόμη χρόνος. Το μακροπρόθεσμο πλησιάζει το βραχυπρόθεσμο και η σύνεση τη βιασύνη. Δεν είναι παρά στο Σύνταγμα που κρίνονται όλα. Το τεχνητό άγχος αναδύεται και πάλι. Η αναχώρηση πλησιάζει. Αλλά για πού;

«Οι συρμοί θα αναχωρήσουν προς όλες τις κατευθύνσεις σε δυο λεπτά». Τα τελευταία για σήμερα μελαγχολικά βαγόνια βρίσκονται παράλληλα και τότε είναι που αναρωτιέσαι. Πού; Γιατί τώρα; Αλλά κάποτε οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν. Άνεση ή απόσταση; Μήπως είναι αργά; Ή μήπως είμαι στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή; Όταν απομακρύνεσαι από την αποβάθρα, όταν δεσμεύεσαι να παραδεχτείς την αλήθεια, όταν απομακρύνεσαι από κάθε εμπόδιο νοητό, όταν πλησιάζεις το όνειρο, τότε μόνο ξέρεις στα αλήθεια.

Γιώργος Νικόλας Βλάχος

Comments

Popular posts from this blog

Οι μοιραίοι

Είμαι ένας εκ των χιλιάδων οργισμένων πολιτών που ξεχύθηκαν στους δρόμους. Είστε φονιάδες αθώων ψυχών και εκλιπόντων που γίνηκαν στάχτη. Είναι δεκάδες που ούτε καν πρόφτασαν το τηλέφωνο να σηκώσουν. Είμαστε μύρια κόσμου τυχερού (;) κι απέλπιδου που σηκώνουμε το αστάθμητο βάρος της τέφρας των μοιραίων.

Κώδικας... Γυναίκα: Οι γυναίκες που μας ταξιδεύουν στο χωροχρόνο

Την Πέμπτη 17 Νοεμβρίου, παρακολούθησα με ιδιαίτερη συγκίνηση την θεατρική παράσταση «Κώδικας... Γυναίκα» του   Βαλεντίνου Τσίλογλου , στο Θέατρο Βαφείο - Λάκης Καραλής . Εμπνευσμένος από συνεντεύξεις του διαδικτύου και κείμενα του Άλαν Μπένετ, ο Βαλεντίνος Τσίλογλου συνθέτει μια παράσταση που αποτελείται από τέσσερις συγγενικούς μονολόγους, διαφορετικών δεκαετιών και δημιουργεί τέσσερις μικρόκοσμους, ασύνδετους φαινομενικά μεταξύ τους, αλλά με κοινές αναφορές και υπόγειες διαδρομές. Υπόθεση Τέσσερις γυναίκες, που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, μικροαστικής τάξης, που για κάποιο λόγο βρίσκονται σε προσωπικό αδιέξοδο, αναζητούν τη λύτρωση. Κωμικές εκ πρώτης όψεως φιγούρες, παλεύουν να παραμείνουν αναλλοίωτες μέσα σε ένα κόσμο εχθρικό. Σε μια κοινωνία που τις γυναίκες αυτές τις χαρακτηρίζει ως «περιθωριακές», οι ίδιες παραμένουν εκτεθειμένες και ευάλωτες μπροστά μας, με την ελπίδα να μην γίνουμε επικριτικοί μαζί τους αλλά να τις αγκαλιάσουμε και να τις αγαπήσουμε. Σχόλια Μια παράσταση άκρω

Το παιδί φάντασμα

Τα δάκρυα του π όνου μου μη δεις π ου αργά , π ιότερο κι α π ' τη σιγή, κυλούνε . Την π ίκρα π ου αγκομαχά σε κάθε μου π νοή μην τη γευτείς μην την αφήσεις να σκιρτήσει φανερά μέσα στο π λήθος . Με τις σταγόνες π ρόσεξε  μη βρέξεις τα γουρλίδικα καλντερίμια μη και στερέψουν α π ό γέλια και φωνές φαρμακερές . Μονάχα π ες μου αν κά π ου αν κά π οτε κι εσύ α π αρνήθηκες το π αιδί φάντασμα του π αρόντος και του π αρελθόντος μή π ως και βρω και γω χέρι δροσερό για να βαστάξω .