Είναι μια συνηθισμένη μέρα στο
κέντρο της Αθήνας. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Αν είσαι ντόπιος τότε
πιθανότατα ξέρεις. Αλλιώς… Εν πάσει περιπτώσει. Πιθανότατα πας για καφέ ή για
φαΐ. Κυριακή βράδυ είναι, άλλωστε, τι να κάνεις ο έρημος μετά από μια τέτοια
βδομάδα; Μπορεί να άκουσες θόρυβο απέξω και να βγήκες για να δεις τι γίνεται.
Μπορεί απλώς να βγήκες για μια βόλτα. Όχι ότι έχει σημασία το τι ήθελες να
κάνεις. Ο παρονομαστής μένει ίδιος. Πού
να ‘ξερες ο δόλιος…
Βρέθηκες στο λάθος μέρος την πιο
ακατάλληλη στιγμή. Θα ‘πρεπε να ξέρεις όμως. Τα Εξάρχεια είναι πάντα ακατάλληλο
μέρος. Ακατάλληλο όχι μόνο για σένα, αλλά για τον οποιονδήποτε. Και τώρα που
έτυχε και πέρασες από κει, τι κατάλαβες; Βρέθηκες να σε δέρνουν ανηλεώς κι
αδιαλείπτως. Κι αναρωτιέσαι, «γιατί;». Μα κανείς δε θα βρεθεί να σου απαντήσει.
Βρίσκεσαι υπό την επήρεια της «νόμιμης βίας». Μην ανησυχείς όμως, έχω κάτι που
θα σε καθησυχάσει. Είναι κι άλλοι που βασανίζονται σαν και σένα. Μπορεί πριν
από σένα, μπορεί αργότερα. Αλλά δεν είσαι ο μόνος, ποτέ δεν είσαι…
Όλοι δεχόμαστε καθημερινά τις
επιπτώσεις της τρέλας και της αδικίας. Η πλειοψηφία φροντίζει να είμαστε
καθημερινώς κι ανελλιπώς αντιμέτωποι με κάθε είδους παραδοξότητα και
παραλογισμό. Παλιότερα προσπάθησαν για την καθολική ισότητα του λαού που
αποδείχθηκε ισοπεδωτική για το σύνολο της ανθρωπότητας. Όλοι ίσοι, δίχως
διακρίσεις (εκτός από τους άνωθεν, αυτοί είναι λίγο πιο ίσοι). Σήμερα, παρότι η
δημοκρατία κι η ειρήνη σταθερές, η πλειοψηφία έρχεται για να μας ορίσει το τι
σημαίνει «αδιόρθωτοι» μέσω τυχαίων περιστατικών σαν κι αυτών.
Ποιος φταίει; Ο πολίτης που
βρέθηκε «στον τόπο του εγκλήματος», ο μέσος ψηφοφόρος ή ο πολλά υποσχόμενος
στολισμένος κύριος που ορκίζεται στο όνομα της ασφάλειας του λαού; Ειρωνικό ε;
Να φοβάσαι αυτόν που εργάζεται για την ασφάλειά σου. Πλέον πετυχαίνοντας
οποιονδήποτε αστυνομικό το βλέμμα σου ξεχειλίζει μίσος. «Άδικο δεν ήταν για το
παιδί;», σκέφτεσαι κάθε φορά.
Την άλλη φορά στο μετρό πετυχαίνεις
ελεγκτή. «Είναι ένας από αυτούς», σκέφτεσαι. Τι να πρώτο σκεφτείς κι εσύ; Τον
προσπερνάς λοξοκοιτώντας τον. Βλέπεις το βλέμμα του γεμάτο απογοήτευση.
Αρχίζεις και τον λυπάσαι. Παρότι δε σε σταμάτησε, εσύ τον κοίταξες υποτιμητικά.
Κι αυτός τι ρόλο έχει στο κάτω – κάτω; Τη δουλειά του θέλει να κάνει. Έχει δύο
αξιαγάπητα παιδιά τα οποία τον κάνουν ευτυχισμένο με την ύπαρξή τους
καθημερινά. Πάει αισιόδοξος κι ευδιάθετος στη δουλειά και τι λαμβάνει από τον
κοινό περαστικό; Πού να ‘ξερε κι αυτός…
Ποιον να εμπιστευτείς; Βλέποντας
γύρω σου να γίνονται τόσες μισανθρωπιές, αρχίζεις κι αμφιβάλλεις για το αν
πραγματικά μπορείς να εκδηλώσεις μια δόση ανιδιοτέλειας. Είναι μέσα σου αλλά
την καταπιέζεις χωρίς να ξέρεις το γιατί. Ή μάλλον ξέρεις. Ξέρεις ότι στο όνομά
σου και σε αυτό όλου του υπόλοιπου ελληνικού λαού διαπράττονται τα πιο αξιόποινα
εγκλήματα, ακόμα κι από τον πολιτικό, τον κοινωνικό λειτουργό εκείνο που
υποτίθεται πώς προασπίζει τα συμφέροντα του κόσμου. Α, ξέχασα… Όχι όλου
ακριβώς. Στο όνομα της εκάστοτε ιδεολογίας θεσπίζει νόμους για την παιδεία και λαμβάνει
αποφάσεις για την «ασφάλεια» και για οτιδήποτε άλλο, που δείχνουν ότι δεν
νοιάζεται πραγματικά για σένα. Έπρεπε να το ξέρεις όμως, στο Ελλαδιστάν
κατοικείς…
Ποιον να εμπιστευτείς; Λες «δε
γίνεται η σαπίλα να είναι τόσο ατελείωτη τριγύρω μου». Θες να δείξεις ότι παρ’
όλες τις αντιφάσεις που βιώνεις καθημερινά, υπάρχει λίγη ανθρωπιά μες στον
κόσμο.
Βλέπεις δύο αξιαγάπητες κωφάλαλες
νεαρές στη στάση. Τις είχες ξανά πετύχει κι αλλού. Σου δείχνουν την ίδια λίστα
με την άλλη φορά που γράφει «Σύλλογος Κωφάλαλων, Διεθνής Σύλλογος Αστέγων Για
Τα Παιδιά S.D.F». Λες «να η
ευκαιρία…», αλλά σκέφτεσαι και πάλι «ας μη χάσω το δρομολόγιο, αν τις πετύχω
μετά έχει καλώς». Επιστρέφοντας, ω του θαύματος είναι ακόμα εκεί, δόξα τω θεώ...
Ρωτάς για να μάθεις περισσότερα. Είναι από το σύλλογο που λένε και στο χαρτί. Μαζεύουν υπογραφές και χρήματα για να βοηθήσουν να φτιάξουν στέγη για τα άμοιρα τα παιδιά. Τους λυπάσαι. «Χρονιάρες μέρες, ας πάει στο καλό», λες. Αποφασίζεις να αφήσεις κάτι. Σε σφιχταγκαλιάζει αυτή με την οποία μίλησες, ευχόμενη καλά Χριστούγεννα και καλή βραδιά. Χαίρεσαι για το καλό που έκανες.
Ρωτάς για να μάθεις περισσότερα. Είναι από το σύλλογο που λένε και στο χαρτί. Μαζεύουν υπογραφές και χρήματα για να βοηθήσουν να φτιάξουν στέγη για τα άμοιρα τα παιδιά. Τους λυπάσαι. «Χρονιάρες μέρες, ας πάει στο καλό», λες. Αποφασίζεις να αφήσεις κάτι. Σε σφιχταγκαλιάζει αυτή με την οποία μίλησες, ευχόμενη καλά Χριστούγεννα και καλή βραδιά. Χαίρεσαι για το καλό που έκανες.
Μετά από λίγο το ψάχνεις και στο
διαδίκτυο για επιβεβαίωση. «Κρούσματα με δήθεν κωφάλαλους απατεώνες στη
Θεσσαλονίκη», το πρώτο που σου εμφανίζει στην αναζήτηση. Πας να διαβάσεις όλο
το άρθρο αλλά είναι ήδη αργά. Το κινητό πάει να γλιστρήσει από το χέρι, αλλά το
συγκρατείς. Μόλις κατάλαβες πώς είναι η γλυκιά γεύση της φενάκης. Σκέφτεσαι
«δεν πειράζει, τουλάχιστον…». Το ξανασκέφτεσαι και συνειδητοποιείς ότι ήταν
ακόμη χειρότερος, ίσως ο χειρότερος τρόπος εξαπάτησης. Αναρωτιέσαι ξανά: «Ποιον
να εμπιστευτείς; Ποιον;»
Γιώργος Νικόλας Βλάχος
Comments
Post a Comment