Skip to main content

Δυσανάλογοι εχθροί

Θα δεις, να με θυμηθείς,

η θερινή ξεγνοιασιά αναβοσβήνει εκεί,

με δυο γουλιές κρασί, σε τραπεζάκια γκρι,

θυρών κλειστών, σε μια σιγή,

άδειων κλινών, ανεπιστρεπτί.

 

Κι η βουή, αντηχεί εκεί,

στου έρωτα τα σπήλαια βαθιά μες στη γη,

με την ψύχρα μεμιάς τον ίσκιο να διαπερνά,

της θέλησης που σπαρταρά, μιας έκρηξης ερείπια.

 

Με τις σωρεύσεις στοιβαγμένες στα,

μάταια όνειρα, που νοσταλγούνται τόσο απρόσκοπτα,

κάτω απ' τ' αστέρια κι απ' το θόλο αυτό,

που κρατάει συντροφιά σε κορμιά έρημα.

 

Και σα δεις ότι το ξημέρωμα χαράζει μα,

απορείς, που ο πετεινός δε λαλεί πια,

μια και τόνε απαρνήθηκες ξανά,

να μου το θυμηθείς, δεν είναι ακόμη τόσο αργά για να,

στρέψεις το κεφάλι μπρος προς τα ανοιχτά,

στης λαοθάλασσας τα πέλαγα,

που επικάλυψαν αστάθμητα,

κόσμοι ιδεατοί, δυσανάλογοι εχθροί.

Comments

Popular posts from this blog

Ο δρόμος είν' μακρύς μέχρι τη Λάρισα

Σιχάθηκα τη μετριότητα της ψευδαίσθησής τους δαύτη τη σφοδρότητα της ψυχής κλουβιά είν' όλες αδυσώπητα οι προσδοκίες για την αλλαγή στην ποταπότητα. Κι ελπίζουν μάταια σε φωτεινό Γιν που ο κόσμος να χαλάσει και η γη να χαθεί αύριο για πάντα στη σιγή δεν θα τραπούν ποτέ τους σε φυγή. Είναι του έρωτα το τέρας το αδηφάγο που γεννάται δίχως όρια σαν από μάγο κατάρες μεταμφιεσμένες μέσα σ' έναν τράγο που το λαρύγγι μου σφίγγουν και ξάφνου όλο συνάγω: Συμπεράσματα ματαιόδοξης στορίας είναι αποσπάσματα χτυποκάρδια που σαν ψες ηχούσανε κατάματα απ' το πρωί ως το σούρουπο και τα χαράματα. Που να ήξερα πως τον μονοδρομήσαν μόλις που εγώ εγλίστρησα και ύστερα τρακάρανε απρόσμενα στο ίσωμα συμφέροντα από άτομα μονάχα κι ενδιαφέροντα μα διαφέροντα. Είναι που στην εξοχή τα πάντα τρέχουν από τα παιδιά και τα ρυάκια που μας βρέχουν ως τους καλοπροαίρετους τους γείτονες που αρμέγουν κάθε σπιθαμή αξιοπρέπειας που διαθέτουν. Λυπάμαι για τις άγαρμπες κινήσεις τα...

Το παιδί φάντασμα

Τα δάκρυα του π όνου μου μη δεις π ου αργά , π ιότερο κι α π ' τη σιγή, κυλούνε . Την π ίκρα π ου αγκομαχά σε κάθε μου π νοή μην τη γευτείς μην την αφήσεις να σκιρτήσει φανερά μέσα στο π λήθος . Με τις σταγόνες π ρόσεξε  μη βρέξεις τα γουρλίδικα καλντερίμια μη και στερέψουν α π ό γέλια και φωνές φαρμακερές . Μονάχα π ες μου αν κά π ου αν κά π οτε κι εσύ α π αρνήθηκες το π αιδί φάντασμα του π αρόντος και του π αρελθόντος μή π ως και βρω και γω χέρι δροσερό για να βαστάξω .

Sweet William

Sometimes when I get really anxious, I think that I'm a movie character. For some reason, I suspect that this must have always been the case. Somehow, it's better being nobody than anybody. You just get to feel out of yourself and observe everything. Makes you see clearer. Makes you think less. Makes you appreciate the tiny little drops of French wine swirling in your glass. Makes your glass of wine less fragile. I cannot freak out anymore. The shoelaces of my glutamate receptors are untied already. What I fear the most, then, is being the bad version of myself. Like sticking a knife into a stranger's carotid. Or stealing a young woman's bag. Or suffocating a little kid, who's lost the sense of time and screams. I now drink shots to my lost moments of sobriety. When there wasn't the fear of withdrawal. Withdrawal from this unfair game, where the good ones are those who are tortured the most. I was once told that the stronger your conscience, the more wei...