Skip to main content

Φίλοι της φωτιάς

 

Είναι που στην αρχή, όλα μοιάζουν σα μια βουνοκορφή,

είναι που στη σιωπή ο φόβος τούτος ξανά σε καρτερεί,

είναι που τις νυχτιές ξύνεις δυσεπούλωτες πληγές,

είναι κάτι ευχές που σου προδιέγραψαν το άμοιρο το χθες.

 

Στις ακρογιαλιές, πέρα στους γιαλούς που έλεγες,

πού ο κόσμος πάει, μα ο χρόνος δεν ξαναγυρνάει,

είναι λοιπόν καιρός, με την τύχη να ‘ρθεις τετ-α-τετ,

και που το ξέρεις; Τι κι αν όλα τελικά είναι που έρχονται;

 

Έλα χόρεψε, δεν ειν’ καιρός για εκπλήξεις και άσπρα όνειρα,

έστω κι αν δε θες, να γοητευτείς από ιδέες τόσο μη υποσχόμενες,

να, έλα και δες, τα πιο τρελά όνειρα είναι αυτά που κυνηγάς,

που τα ελησμονάς μακροχρόνια, όχι αιώνια, πραγματικά, θέμα λήξαν.

 

Έλα μάντεψε, πιο χαμένες είν’ οι ώρες που μετάνιωσες,

που στο τηλέφωνο καθόσουν και αράδιαζες,

χίλιες δυο λέξεις ασταθείς με κούφιο νόημα,

μια ζωή λήθης άξια, πάντα άξιοι οι δυνατοί.

 

Στους διαδρόμους νιάτα έφαγες, τη ζωή σου όλη επένδυσες,

έπειτα στις πύλες έφτασες, της φίλιας και της σύνεσης,

μαύρα μάτια γυάλιζαν, γκρι μυαλό μου εθελοτυφλείς,

μπρος σ’ αυτά τα  γάργαρα νερά, φύσει αδύνατον, είδωλο φωτιάς.

 

Στις μεγάλες γέφυρες, που λες, χτίζονται άπειρες μορφές,

ώρες δύσκολες, τρελές, οπτασίες δυσανάλογες,

μα κάποτ’ έρχονται καιροί που όλα έρχονται κουτί,

γι’ αυτό έλα τόλμησε, στο δρόμο της πηγής προχώρησε.

 

Δυο-τρεις πήγε πια, για έλα μαζί μου τράβα κουπιά,

δαύτη η θάλασσα, μήπως σου ‘κοψε ήδη την ανάσα;

Στρίψε και θα δεις, πρέπει πρώτα να λογαριαστείς,

με της πίστης τις πηγές, που σώνουν δε σώνουν θ’ αποφανθείς.

 

Πλάι στη δουλειά, ο αφέντης ευλογεί λάθος άτομα καμιά φορά,

άλλοτε έρχεται προσφέροντας απλόχερα παρηγοριά,

κάποτε πάλι συγκρούονται αθώα πνεύματα κατάματα,

σαν τούτη η πάλη να ξεφεύγει, συνεφέρνει δε το νου, πάμε πάλι.

 

Κάτσε πρόσεξε, η υπομονή κι η επιμονή είναι το παν καμιά φορά,

στη σκιά μη στέκεις άλλο, ο κόσμος έρχεται, μένει, φεύγει και ξαναχτυπά,

οι αναμνήσεις μένουν τέλος-τέλος και αυτό είναι που μετρά,

στους λίγους μόνο μη κομπιάζεις, κράτα το αυτό καλά.

 

Στις βαθιές στοές έλα και μπες, μάθε πώς να χάνεσαι,

έλα μου, σαν εψές μουρμουράς καλοήθειες ανόητες, 

στις λιγοστές αυτές γραμμές κρατήσου και πια πείσου για το εξής,

επιστροφή καμία, παράπονο μηδέν, σθένος μόνο, ενοχή ουδεμία.

Γιώργος Νικόλας Βλάχος

Comments

Popular posts from this blog

Ο δρόμος είν' μακρύς μέχρι τη Λάρισα

Σιχάθηκα τη μετριότητα της ψευδαίσθησής τους δαύτη τη σφοδρότητα της ψυχής κλουβιά είν' όλες αδυσώπητα οι προσδοκίες για την αλλαγή στην ποταπότητα. Κι ελπίζουν μάταια σε φωτεινό Γιν που ο κόσμος να χαλάσει και η γη να χαθεί αύριο για πάντα στη σιγή δεν θα τραπούν ποτέ τους σε φυγή. Είναι του έρωτα το τέρας το αδηφάγο που γεννάται δίχως όρια σαν από μάγο κατάρες μεταμφιεσμένες μέσα σ' έναν τράγο που το λαρύγγι μου σφίγγουν και ξάφνου όλο συνάγω: Συμπεράσματα ματαιόδοξης στορίας είναι αποσπάσματα χτυποκάρδια που σαν ψες ηχούσανε κατάματα απ' το πρωί ως το σούρουπο και τα χαράματα. Που να ήξερα πως τον μονοδρομήσαν μόλις που εγώ εγλίστρησα και ύστερα τρακάρανε απρόσμενα στο ίσωμα συμφέροντα από άτομα μονάχα κι ενδιαφέροντα μα διαφέροντα. Είναι που στην εξοχή τα πάντα τρέχουν από τα παιδιά και τα ρυάκια που μας βρέχουν ως τους καλοπροαίρετους τους γείτονες που αρμέγουν κάθε σπιθαμή αξιοπρέπειας που διαθέτουν. Λυπάμαι για τις άγαρμπες κινήσεις τα...

Το παιδί φάντασμα

Τα δάκρυα του π όνου μου μη δεις π ου αργά , π ιότερο κι α π ' τη σιγή, κυλούνε . Την π ίκρα π ου αγκομαχά σε κάθε μου π νοή μην τη γευτείς μην την αφήσεις να σκιρτήσει φανερά μέσα στο π λήθος . Με τις σταγόνες π ρόσεξε  μη βρέξεις τα γουρλίδικα καλντερίμια μη και στερέψουν α π ό γέλια και φωνές φαρμακερές . Μονάχα π ες μου αν κά π ου αν κά π οτε κι εσύ α π αρνήθηκες το π αιδί φάντασμα του π αρόντος και του π αρελθόντος μή π ως και βρω και γω χέρι δροσερό για να βαστάξω .

Sweet William

Sometimes when I get really anxious, I think that I'm a movie character. For some reason, I suspect that this must have always been the case. Somehow, it's better being nobody than anybody. You just get to feel out of yourself and observe everything. Makes you see clearer. Makes you think less. Makes you appreciate the tiny little drops of French wine swirling in your glass. Makes your glass of wine less fragile. I cannot freak out anymore. The shoelaces of my glutamate receptors are untied already. What I fear the most, then, is being the bad version of myself. Like sticking a knife into a stranger's carotid. Or stealing a young woman's bag. Or suffocating a little kid, who's lost the sense of time and screams. I now drink shots to my lost moments of sobriety. When there wasn't the fear of withdrawal. Withdrawal from this unfair game, where the good ones are those who are tortured the most. I was once told that the stronger your conscience, the more wei...