Είναι που στην αρχή, όλα μοιάζουν σα μια βουνοκορφή,
είναι που στη σιωπή ο φόβος τούτος ξανά σε καρτερεί,
είναι που τις νυχτιές ξύνεις δυσεπούλωτες πληγές,
είναι κάτι ευχές που σου προδιέγραψαν το άμοιρο το χθες.
Στις ακρογιαλιές, πέρα στους γιαλούς που έλεγες,
πού ο κόσμος πάει, μα ο χρόνος δεν ξαναγυρνάει,
είναι λοιπόν καιρός, με την τύχη να ‘ρθεις τετ-α-τετ,
και που το ξέρεις; Τι κι αν όλα τελικά είναι που έρχονται;
Έλα χόρεψε, δεν ειν’ καιρός για εκπλήξεις και άσπρα όνειρα,
έστω κι αν δε θες, να γοητευτείς από ιδέες τόσο μη υποσχόμενες,
να, έλα και δες, τα πιο τρελά όνειρα είναι αυτά που κυνηγάς,
που τα ελησμονάς μακροχρόνια, όχι αιώνια, πραγματικά, θέμα λήξαν.
Έλα μάντεψε, πιο χαμένες είν’ οι ώρες που μετάνιωσες,
που στο τηλέφωνο καθόσουν και αράδιαζες,
χίλιες δυο λέξεις ασταθείς με κούφιο νόημα,
μια ζωή λήθης άξια, πάντα άξιοι οι δυνατοί.
Στους διαδρόμους νιάτα έφαγες, τη ζωή σου όλη επένδυσες,
έπειτα στις πύλες έφτασες, της φίλιας και της σύνεσης,
μαύρα μάτια γυάλιζαν, γκρι μυαλό μου εθελοτυφλείς,
μπρος σ’ αυτά τα γάργαρα νερά, φύσει αδύνατον, είδωλο φωτιάς.
Στις μεγάλες γέφυρες, που λες, χτίζονται άπειρες μορφές,
ώρες δύσκολες, τρελές, οπτασίες δυσανάλογες,
μα κάποτ’ έρχονται καιροί που όλα έρχονται κουτί,
γι’ αυτό έλα τόλμησε, στο δρόμο της πηγής προχώρησε.
Δυο-τρεις πήγε πια, για έλα μαζί μου τράβα κουπιά,
δαύτη η θάλασσα, μήπως σου ‘κοψε ήδη την ανάσα;
Στρίψε και θα δεις, πρέπει πρώτα να λογαριαστείς,
με της πίστης τις πηγές, που σώνουν δε σώνουν θ’ αποφανθείς.
Πλάι στη δουλειά, ο αφέντης ευλογεί λάθος άτομα καμιά φορά,
άλλοτε έρχεται προσφέροντας απλόχερα παρηγοριά,
κάποτε πάλι συγκρούονται αθώα πνεύματα κατάματα,
σαν τούτη η πάλη να ξεφεύγει, συνεφέρνει δε το νου, πάμε πάλι.
Κάτσε πρόσεξε, η υπομονή κι η επιμονή είναι το παν καμιά φορά,
στη σκιά μη στέκεις άλλο, ο κόσμος έρχεται, μένει, φεύγει και ξαναχτυπά,
οι αναμνήσεις μένουν τέλος-τέλος και αυτό είναι που μετρά,
στους λίγους μόνο μη κομπιάζεις, κράτα το αυτό καλά.
Στις βαθιές στοές έλα και μπες, μάθε πώς να χάνεσαι,
έλα μου, σαν εψές μουρμουράς καλοήθειες ανόητες,
στις λιγοστές αυτές γραμμές κρατήσου και πια πείσου για το εξής,
επιστροφή καμία, παράπονο μηδέν, σθένος μόνο, ενοχή ουδεμία.
Γιώργος Νικόλας Βλάχος
Comments
Post a Comment